δημάρχω

δημάρχω
δήμαρχος
chief official of a
masc nom/voc/acc dual
δήμαρχος
chief official of a
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημαρχώ — (AM δημαρχῶ, έω) [δήμαρχος] είμαι δήμαρχος, έχω το αξίωμα τού δημάρχου …   Dictionary of Greek

  • δημαρχώ — δημάρχησα, δημαρχεύω: Δημαρχεί εδώ και τρία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δημάρχω — Δήμαρχος chief official of a masc nom/voc/acc dual Δήμαρχος chief official of a masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημάρχῳ — Δήμαρχος chief official of a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημάρχῳ — δήμαρχος chief official of a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχεύω — 1. εκτελώ καθήκοντα δημάρχου, αναπληρώνω τον δήμαρχο («δημαρχεύει ο πρόεδρος τού δημοτικού συμβουλίου») 2. δημαρχώ, είμαι δήμαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”